- σάργασσο
- (sargasum). Γένος φαιοφυκών της οικογένειας των Φυκιδών, στο οποίο υπάγονται είδη που συναντιούνται στις τροπικές και εύκρατες θάλασσες ή ζουν ελεύθερα στα νερά των ωκεανών. Το σημαντικότερο είδος είναι το σάργασσο το ραγοφόρο, που έχει σώμα διαφοροποιημένο τόσο, ώστε μοιάζει με το σώμα ανώτερων φυτών. Αποτελείται, δηλαδή, από ένα επιμήκη άξονα, που έχει κλαδιά ελασματοειδή με χείλη οδοντωτά, παρόμοια με φύλλα. Η κίνηση των κυμάτων ενώνει συχνά τα φύκη αυτά σε απέραντα «επιπλέοντα λιβάδια», όπως συμβαίνει στη θάλασσα των Σαργασσών, που οφείλει το όνομά της στις τεράστιες ποσότητες των φυτών αυτών και στην οποία πιστεύεται ότι έρχονται, στην περίοδο της αναπαραγωγής, τα χέλια από την Ευρώπη και την Αφρική. Μερικά είδη του γένους σάργασσο συλλέγονται από τους παράκτιους πληθυσμούς, ιδίως τους Ιάπωνες, και χρησιμοποιούνται για θεραπευτικά αφεψήματα και φαρμακευτικά προϊόντα καθώς και στη βιομηχανική εξαγωγή της ζελατινώδους ουσίας αλγίνης. Στις ελληνικές θάλασσες υπάρχει το σάργασσο το λινόφυλλο, γνωστό και ως σταφύλι της θάλασσας.
Φαιοφύκη του γένους σοργάσσο.
Dictionary of Greek. 2013.